Members' Blog

The Council of Foreign Relations - Greece, is an organization founded by 60 leading academics, specializing in international relations, economics, institutions and politics.

 

Disclaimer: All opinions and arguments expressed by CFIR-GR are personal and do not necessarily reflect those of the organization. 

Η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης επιβάλλεται για να δούμε πόσο δρόμο διανύσαμε από το παρελθόν, αν κάτι μπορούσε να γίνει διαφορετικά, και κυρίως πού θα πάμε στο μέλλον.

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης καλύπτει μισό αιώνα. Από το 1974 μας χωρίζει σήμερα χρονική απόσταση ίση περίπου με εκείνη που χώριζε την μετάβαση στην αβασίλευτη (republic) και στη δημοκρατία (democracy) από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Μπορεί να μην μεσολάβησε ένας παγκόσμιος πόλεμος, όπως τότε, που άλλαξε τα πάντα, ωστόσο έχουν σημειωθεί σημαντικές τομές και ανατροπές στο διεθνές σύστημα και στην ελληνική πολιτική.

Η Ελλάδα σεμνύνεται να τονίζει ότι μετά το 1974 βίωσε την πληρέστερη δημοκρατία στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, παρά τις ανωμαλίες που προκάλεσε η πρόσφατη οικονομική κρίση. Συνήθως, όμως, η εξωτερική πολιτική της Μεταπολίτευσης δεν αντιμετωπίζεται συνολικά. Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στην επιλεκτική απόκλιση από τον πυρήνα του δυτικού προσανατολισμού της χώρας (ΕΕ και ΝΑΤΟ) λόγω της προβληματικής σχέσης της με την Τουρκία, όπως και της παραδοσιακής ειδικής σχέσης με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Σας αποτέλεσμα, η  ελληνική εξωτερική πολιτική αναλύεται συχνά αποσπασματικά, σύγχυση που μεγεθύνει στην κοινή γνώμη τα αισθήματα αποτυχίας ή επιτυχίας, χαμένων ευκαιριών και έλλειψης στρατηγικής.

Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το  συνέδριο που διοργανώνεται στις 12 και 13 Δεκεμβρίου στην Αθήνα με θέμα την ελληνική εξωτερική πολιτική των 50 ετών της Μεταπολίτευσης από τρεις φορείς: το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και Το Βήμα. Το αποτέλεσμα είναι πολιτικά και επιστημονικά αξιοσημείωτο από τρεις απόψεις: Πρώτον, καλύπτονται διαφορετικές πτυχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με την ευρεία έννοια: από τα οικεία «εθνικά» θέματα (π.χ. ελληνοτουρκικά, Μακεδονικό) και την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας έως την ενέργεια και την διασπορά.

Δεύτερον, στους ομιλητές περιλαμβάνονται κορυφαίοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που διασταυρώνουν τις απόψεις τους με επιφανείς πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους, οι οποίοι οφείλουν να δείξουν στους κλάδους τους ποιες στρατηγικές της εξωτερικής πολιτικής «έτυχαν ή πέτυχαν». Από την αρχιτεκτονική των συνεδριών φαίνεται ότι ο κάθε ομιλητής αναφέρεται όχι μόνο στην περίοδο, όπου είχε πολιτική ευθύνη και την γνωρίζει καλύτερα, αλλά σε ολόκληρη την Μεταπολίτευση. Τρίτον, ο συγκεκριμένος χρόνος που διατίθεται σε ομιλητές και συντονιστές γύρω από σαφή ερωτήματα προδιαθέτει για μια συζήτηση με γωνίες και αντιπαραθέσεις εφ’όλης της ύλης αντί για φλύαρα ευχολόγια.

Αποτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σημαίνει αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς της σε πάγια ζητήματα: από τις «πολιτισμικές» διαστάσεις της όπως η ιστορική αμφιθυμία απέναντι στη Δύση, έως συγκεκριμένες στρατηγικές, όπως η στρατηγική του διεθνούς δικαίου, η απροβλεψιμότητα, η πολιτική της «γέφυρας μεταξύ των κόσμων» (Ανατολής-Δύσης, Ευρώπης-Ασίας-Αφρικής κοκ).

Στόχος είναι να μελετηθούν οι πολιτικές και τα εργαλεία που ανέπτυξε η Ελλάδα για να συμμετέχει ισότιμα και επωφελώς στην διεθνή πολιτική. Η «επανεπίσκεψη» της στρατηγικής που ακολουθήθηκε σε διάφορα πεδία είναι προϋπόθεση για να δούμε πού πέτυχε ή απέτυχε και για να αποφασίσουμε τι κρατάμε και τι αλλάζουμε. Κυρίως για να αποσαφηνιστεί το όραμα για το αύριο -αν υπάρχει- ή αν θα ζήσουμε με την επισφάλεια της συνεχούς προσαρμογής στα γεγονότα.

Η συζήτηση για την εξωτερική πολιτική της Μεταπολίτευσης λαμβάνει χώρα σε μια καίρια συγκυρία. Η διεθνής πολιτική προσδιορίζεται από τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και τις αναμενόμενες αλλαγές στις διατλαντικές σχέσεις, όπως και από την επαπειλούμενη αλλαγή συνόρων στους πολέμους που μαίνονται στην περιοχή μας (Ουκρανία, Γάζα, Λίβανος, Συρία). Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας παρατηρεί τις διεθνείς ανακατατάξεις με το βλέμμα στραμμένο, όπως κάνει κάθε χώρα, στα εθνικά της συμφέροντα. Η Ελλάδα θέσει και φύσει δεν μπορεί να διαμορφώσει μακροπρόθεσμα την διεθνή τάξη πραγμάτων. Αλλά μπορεί κάλλιστα να επηρεάσει μεσοπρόθεσμα τις εξελίξεις λόγω της κρίσιμης γεωπολιτικής της θέσης.

Η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης επιβάλλεται για να δούμε πόσο δρόμο διανύσαμε από το παρελθόν, αν κάτι μπορούσε να γίνει διαφορετικά, και κυρίως πού θα πάμε στο μέλλον.

Σήμερα η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μείζονες γεωπολιτικές, τεχνολογικές και γεωοικονομικές εξελίξεις, οι οποίες αναμένεται να μεταβάλουν διαρθρωτικά το περιβάλλον στο οποίο θα κληθεί να κινηθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Στόχος του συνεδρίου που συνδιοργανώνουν στις 12-13 Δεκεμβρίου 2024 το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και ΤΟ ΒΗΜΑ είναι να αναλύσει και να αξιολογήσει την Ελληνική στρατηγική εθνικής ασφάλειας από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα (1974-2024). Ελπίδα των οργανωτών είναι ότι αυτή η αξιολόγηση θα οδηγήσει σε προτάσεις πολιτικής για το «τι θα μπορούσαμε ως χώρα να κάνουμε καλύτερα στο μέλλον». Με άλλα λόγια, το συνέδριο φιλοδοξεί να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο για το μέλλον: Πώς μπορεί η Ελλάδα να ενισχύσει τον ρόλο της στο σημερινό ρευστό και μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα; Ποια στρατηγική χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα;

Η στρατηγική εθνικής ασφάλειας προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο ένα κράτος αναπτύσσει, κινητοποιεί και χρησιμοποιεί συνδυαστικά όσα μέσα διαθέτει, προκειμένου να επιτύχει στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς στόχους του. Ιδίως για μία χώρα όπως η Ελλάδα, τα χρόνια προβλήματα ασφάλειας της οποίας εμφανίζονται τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαιτέρως οξυμένα, το να είναι η εθνική στρατηγική της ρεαλιστική και συνεκτική αποτελεί θέμα κεφαλαιώδους σημασίας.

Η ποιότητα της εθνικής στρατηγικής κάθε κράτους ελέγχεται εμπειρικά: το εάν είναι κατάλληλη και επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Σε περίπτωση που η κρατούσα προσέγγιση αποδειχθεί ανεπαρκής και αποτύχει, τότε είναι αναμενόμενο να δρομολογηθούν αλλαγές και να αναζητηθεί μια νέα «θεωρία εθνικής ασφάλειας», όπως συνέβη στην Ελλάδα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Είναι αναγκαίο λοιπόν να εξετάσουμε και να αξιολογήσουμε την πεντηκονταετία μετά το 1974, τα επιτεύγματα αλλά και τις αποτυχίες αυτής της περιόδου.

Η καταλληλόλητα και επάρκεια της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας αποτελεί ζήτημα μείζονος σημασίας για κάθε κράτος. Όμως, η επιλογή ορθής στρατηγικής αποτελεί πολύ πιο πιεστική αναγκαιότητα, όταν ένα κράτος αντιμετωπίζει απτό πρόβλημα ασφάλειας. Για την Ελλάδα, η ανάγκη συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής είναι ιδιαιτέρως επιτακτική, τόσο λόγω της κλιμακούμενης έντασης από πλευράς Τουρκίας, όσο και λόγω των πρωτοφανών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και των ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο – εξελίξεων, που καθιστούν σαφές ότι το ενδεχόμενο μιας ένοπλης σύρραξης δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί.

Στο συνέδριο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τόσο τα πάγια και διαχρονικά στοιχεία της ελληνικής στρατηγικής την τελευταία πεντηκονταετία, όσο και εκείνες τις πτυχές της που αλλάζουν και μετεξελίσσονται, αντλώντας διδάγματα από τις εμπειρίες του παρελθόντος. Στο πλαίσιο αυτό θα εστιάσουμε στο πώς διαμορφώνονται τα θεμελιώδη εθνικά συμφέροντα υπό το πρίσμα των μεγάλων μετασχηματισμών του διεθνούς περιβάλλοντος και θα σκιαγραφήσουμε τις προτεραιότητες που θα πρέπει να έχει η ελληνική στρατηγική προκειμένου να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την αποτελεσματικότητα, ισορροπία και συνοχή της.

Σήμερα η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μείζονες γεωπολιτικές (ηγεμονικός ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας, αποσάθρωση της μεταπολεμικής φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων), τεχνολογικές (επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης) και γεωοικονομικές εξελίξεις (προστατευτισμός, αναδιάρθρωση των ενεργειακών αγορών, αναπροσαρμογή των εφοδιαστικών αλυσίδων), οι οποίες αναμένεται να μεταβάλουν διαρθρωτικά το περιβάλλον στο οποίο θα κληθεί να κινηθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Στο νέο αυτό περιβάλλον η χώρα δεν μπορεί να κινηθεί επιτυχώς εφαρμόζοντας απλώς την πεπατημένη του παρελθόντος. Είναι, αντιθέτως, αναγκαία η έγκαιρη και προσεκτική ανάλυση των σημαντικών διεθνών τάσεων, η ορθή εκτίμηση των κινδύνων και των ευκαιριών που ανοίγονται για τη χώρα, καθώς και ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των απαραίτητων κινήσεων προσαρμογής, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος γι’ αυτές. Το συνέδριο φιλοδοξεί να ξεκινήσει αυτή την τόσο αναγκαία συζήτηση με συμμετοχή ηγετικών προσωπικοτήτων από την πολιτική, την διπλωματία, τις Ένοπλες Δυνάμεις και την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Δημοσιεύστηκε στο in.gr, στις 23 Νοεμβρίου 2024
https://www.in.gr/2024/11/23/in-analysis/rosiki-rouleta-pyrinika-opla-stin-oukrania/

«Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει», δήλωσε πριν τρεις εβδομάδες ο Jamie Dimon, διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού τραπεζικού κολοσσού  JP Morgan Chase.

Αναφερόταν τότε στους πολέμους δι αντιπροσώπων που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων συνασπισμών, του ωκεάνιου συνασπισμού (ΗΠΑ , ΕΕ, Ιαπωνία ) και του ηπειρωτικού  Ευρασιατικού συνασπισμού (Ρωσία, Κίνα, Ιράν).

Πρόσφατα όμως η αντιπαράθεση στην Ουκρανία πήρε μια ανέλπιστη τροπή που μας φέρνει πιο κοντά σε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Ας δούμε, πώς κλιμακώθηκε ο εκεί πόλεμος.

Καμία πλευρά δεν έχει τρόπο να νικήσει

Στο μέτωπο της Ουκρανίας καμία πλευρά δεν φαίνεται να έχει  τρόπο να νικήσει (θεωρία νίκης). Η Ουκρανία παρά την τεράστια βοήθεια που έχει λάβει από την Δύση δεν μπορεί  να εκδιώξει τη Ρωσία από το 20% των εδαφών που έχει καταλάβει και ενσωματώσει στην Ρωσική Ομοσπονδία.

Ούτε η Ρωσία  έχει την δυνατότητα να ηγεμονεύσει μια τόσο μεγάλη και πολυπληθή χώρα όπως η Ουκρανία εγκαθιστώντας φιλορωσική κυβέρνηση στο Κιέβο.

Οι εξελίξεις στο μέτωπο βέβαια ευνοούν την ποσοτικά υπέρτερη Ρωσία, αλλά αυτό δεν αλλάζει την βασική εκτίμηση ότι καμμία πλευρά δεν μπορεί να επιβάλει πλήρως την θέληση της στην άλλη.

Η κόπωση όλων των πρωταγωνιστών   δημιουργεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τον τερματισμό του πολέμου, πόσο μάλλον που η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να επιθυμεί τον άμεσο τερματισμό του πολέμου, ώστε να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της Κίνας, που θεωρεί ως την πρωτεύουσα απειλή εθνικής ασφαλείας .

Όμως, αντί για αποκλιμάκωση έχουμε κλιμάκωση;

Τι φταίει; Τι μεσολάβησε;

Τους τελευταίους  μήνες οι Ουκρανοί είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση Μπάιντεν να τους παραχωρήσει οπλικά συστήματα (ATACMS) που θα τους επέτρεπαν να χτυπήσουν στόχους μέσα στην Ρωσία  σε βάθος 300 περίπου χιλιομέτρων,  στόχους, όπως κέντρα διοίκησης και πληροφοριών , κέντρα διοικητικής υποστήριξης και  εφοδιαστικής αλυσίδας, και κρίσιμες τηλεπικοινωνιακές και ενεργειακές   υποδομές.

Η κυβέρνηση  Μπάιντεν μέχρι πριν λίγες μέρες είχε αρνηθεί υποστηρίζοντας  ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη πρόκληση και θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνική κλιμάκωση.

Άλλωστε κάποιοι από αυτούς τους στόχους αποτελούν μέρος του ρωσικού πυρηνικού οικοσυστήματος και συνεπώς  μια τέτοια επίθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί από τη Ρωσία ότι σκοπεύει να αποδυναμώσει την  πυρηνική της αποτροπή.

Η αντίδραση της Μόσχας

Η Μόσχα από τη δική  της πλευρά διακήρυξε ότι η παροχή τέτοιων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς  στην Ουκρανία θα αποτελούσε κόκκινη γραμμή.

Όμως η Ρωσική απειλή δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη, γιατί και άλλες φορές στο παρελθόν η Ρωσία απείλησε με κλιμάκωση, αλλά όταν η κόκκινη γραμμή παραβιάστηκε, δεν έδωσε συνέχεια.

Αυτό έγινε σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις:  όταν δόθηκαν στην Ουκρανία συστήματα εκτόξευσης πυραύλων  HIMARS, τανκς τύπου Abrams, και  αεροσκάφη F-16. Έτσι οι Ρωσικές απειλές και αυτή τη φορά θεωρήθηκαν «κούφιες» (empty talk) και ο Λευκός Οίκος ανέλαβε το ρίσκο της κλιμάκωσης.

Αυτή τη φορά όμως, η Μόσχα αντέδρασε στην αμερικανική «στρατηγική του σαλαμιού».

Πέρασε από τα  λόγια στις πράξεις.  Άλλαξε άμεσα το πυρηνικό δόγμα της χώρας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτρέπει χρήση πυρηνικών όπλων κατά των χωρών που προμηθεύουν επιθετικά όπλα στη Ουκρανία.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Μόσχα  διατηρεί το δικαίωμα να ξεκινήσει πυρηνικό πόλεμο κατά του ΝΑΤΟ μετά από κάθε επίθεση της Ουκρανίας στο έδαφός της.

Ταυτόχρονα έστειλε ένα ισχυρό  αποτρεπτικό σήμα (signaling) πυρηνικής “αποκάλυψης” χρησιμοποιώντας κατά της Ουκρανίας   διηπειρωτικούς υπερηχητικούς   πυραύλους που φέρουν πολλαπλές κεφαλές.

Τέτοια όπλα είναι σχεδιασμένα να φέρουν πυρηνικές  κεφαλές,  αλλά σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιήθηκε συμβατική γόμωση. Τέτοιοι διηπειρωτικοί  πύραυλοι εμβέλειας 6,000 χιλιομέτρων  (που βαφτίστηκαν σκοπίμως και  για επικοινωνιακούς λόγους ως «πύραυλοι μέσου βεληνεκούς»)  χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά σε πεδίο μάχης και σηματοδοτούν κλιμάκωση.

Οι ΗΠΑ δοκιμάζουν τα όρια του Πούτιν

Σε αντίθεση με την κρίση της Κούβας κατά τον ψυχρό πόλεμο, όπου οι δυο τότε αντίπαλοι έμειναν σε απειλές, στην Ουκρανία παίζεται ένα πυρηνικό σκάκι. Οι ΗΠΑ δοκιμάζουν τα όρια του Πούτιν.

Ο Λευκός Οίκος φαίνεται να πιστεύει ότι ο Πούτιν μπλοφάρει, ότι δεν έχει κυρίαρχη στρατηγική σε κλιμάκωση (escalation dominance) και ότι στο τέλος θα τον συγκρατήσουν οι Κινέζοι. Έτσι παίρνει αδιανόητα ρίσκα  με κίνδυνο πυρηνικού πολέμου.

Η επόμενη ερώτηση είναι, σε τι  αποσκοπούν αυτά τα ρίσκα που αναλαμβάνουν οι ΗΠΑ, τη στιγμή που οι αμερικανικοί πύραυλοι ATACMS (και ορισμένοι παρόμοιοι αγγλικοί)  που διαθέτουν οι Ουκρανοί  δεν πρόκειται να κάνουν τη διαφορά  στο μέτωπο του πολέμου και απλώς στοχεύουν να προβοκάρουν την Ρωσία.

Μια πρώτη ερμηνεία είναι ότι ο Μπάιντεν προσπαθεί να αποτρέψει την κατάρρευση της Ουκρανίας όσο έχει ο ίδιος  την ευθύνη της διακυβέρνησης των ΗΠΑ και σε περίπτωση που τελικά η Ουκρανία καταρρεύσει να μπορεί να ισχυριστεί ότι την βοήθησε όσο αυτό ήταν εφικτό. Μια δεύτερη ερμηνεία υποστηρίζει οτι ο Λευκός Οίκος  προσπαθεί οδηγήσει την Μόσχα σε υπεραντίδραση ώστε να την  εμπλέξει σε πόλεμο με το ΝΑΤΟ.

Κάτι τέτοιο θα εξανάγκαζε  τη νέα κυβέρνηση Τραμπ  να υποστηρίξει την Ουκρανία σε αντίθεση με την πρόθεση του νεοεκλεγέντος προέδρου  Τραμπ να  συμβάλει στον τερματισμό του πολέμου. Αυτή ήταν άλλωστε από την αρχή του πολέμου η στρατηγική των Ουκρανών  και ήταν η μοναδική «θεωρία νίκης» που διέθεταν.  Αυτή η θεωρία βέβαια πάσχει κατά το ότι  η «ισορροπία θέλησης» (balance of resolve) ευνοεί την Ρωσία και όχι το ΝΑΤΟ.

Ο Τραμπ κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας κατηγόρησε την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι οδηγεί τις ΗΠΑ σε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Δεν αποκλείεται να αποδειχθεί σωστή η πρόβλεψή του.

Οι επικίνδυνες 60 μέρες μέχρι την αλλαγή στο Λευκό Οίκο

Σε κάθε περίπτωση οι επόμενες 60 μέρες μέχρι την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο θα είναι επικίνδυνες. Το ρίσκο πυρηνικής κλιμάκωσης έχει αυξηθεί, αφού  παίζεται η τύχη του πλανήτη σε  ρωσική ρουλέτα.  Από την  πλευρά της, πάντως,  η Μόσχα έχει κάθε λόγο  να δείξει αυτοσυγκράτηση μέχρι την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο, ώστε να διαπιστώσει στην πράξη τις προθέσεις του νέου προέδρου. Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα περιμέναμε να αναλάβει ο Τραμπ την διακυβέρνηση των ΗΠΑ, για να μειωθεί ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου.