Από το 2020, ο εμφύλιος στη Συρία είχε «παγώσει» με τις κυβερνητικές δυνάμεις να διατηρούν τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Ωστόσο, τα χρόνια που μεσολάβησαν, ο Άσαντ δεν κατάφερε ούτε να αναδιοργανώσει τον στρατό του, ούτε να ανασυγκροτήσει το κράτος του. Η επιβίωσή του εξαρτάτο αποκλειστικά από τη ρωσική και ιρανική βοήθεια. Η χώρα του ήταν γεμάτη ερείπια και πάνω από 6 εκ. Σύροι είχαν γίνει πρόσφυγες στο εξωτερικό.
Η κατάσταση άλλαξε άρδην, μετά από την ιστορική τομή που έφερε η επίθεση της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023. Η εξέλιξη του πολέμου και εσχάτως, τα πλήγματα που κατάφερε ο IDF στη Χεζμπολάχ, σύμμαχο του Άσαντ, εξασθένησαν τα νώτα του. Έτσι, οι αντιφρονούντες βρήκαν ελεύθερο πεδίο για να αντεπιτεθούν, αιφνιδιάζοντας τις καθεστωτικές δυνάμεις. Χωρίς επαρκή οπλισμό και με χαμηλό ηθικό, ο στρατός εγκατέλειπε τη μία πόλη μετά την άλλη, μέχρι που ο ίδιος ο Άσαντ πέταξε για τη Μόσχα.
Με αυτά τα δεδομένα, η επόμενη φάση περιλαμβάνει την ανακατανομή ισχύος στη Συρία κι ευρύτερα στη Μέση Ανατολή. Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά, ακόμα και η αλλαγή συνόρων.Η Τουρκία, που βρίσκεται στο πεδίο από το 2016, επεκτείνει, προσωρινά έστω, την επιρροή της σε μεγαλύτερο βάθος στην περιοχή και είναι πολύ πιθανό να διεκδικήσει εκτός από πολιτικά και εδαφικά οφέλη. Έρχεται έτσι σε θέση από την οποία θα μπορέσει να ασκήσει μεγαλύτερη περιφερειακή πίεση στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό, επείγει ο ελληνικός παράγων να εξισορροπήσει κατά το δυνατόν, την τουρκική εμπλοκή. Με απλά λόγια, δεν πρέπει να αφήσει την Τουρκία ανενόχλητη να συνεχίσει την στρατηγική περικύκλωση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Πιο συγκεκριμένα, η Κύπρος, αν και βρίσκεται σε μία ζώνη που φλέγεται, έχει καθιερωθεί ως πυλώνας σταθερότητας. Διατηρεί άριστες σχέσεις με το Ισραήλ που λόγω της Γάζας αναζητεί αξιόπιστους εταίρους, έχει παραδοσιακούς δεσμούς με τον αραβικό κόσμο κι ακόμη διανύει μια ευνοϊκή περίοδο για να εξοπλιστεί, όσο διαρκεί η άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων από την Αμερική. Επίσης, ο ελληνισμός διαθέτει ερείσματα στη Μέση Ανατολή, μέσω των αρχέγονων ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, για τις οποίες η Αθήνα αδιαφορεί επιδεικτικά.
Αυτή τη συγκυρία πρέπει να εκμεταλλευτεί η Λευκωσία για να αναβαθμίσει το γεωπολιτικό της κεφάλαιο. Αφενός, χρειάζεται να καλλιεργήσει στενές διμερείς σχέσεις με τις χώρες της περιοχής και της Ευρώπης, για να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ, μετατρέποντας την Κυπριακή Δημοκρατία σε «σκαντζόχοιρο». Αφετέρου, δύναται να μετάσχει διπλωματικά και ανθρωπιστικά, όπως έκανε με την επιχείρηση «Αμάλθεια», στο τραπέζι των νικητών, για να έχει λόγο στο υπό διαμόρφωση ισοζύγιο ισχύος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί εμμέσως να συσφίξει τους δεσμούς της με το ΝΑΤΟ, με απώτερο σκοπό την αγορά οπλικών συστημάτων, χωρίς όμως να τρέφει ψευδαισθήσεις περί ένταξης, καθώς αυτό είναι αδύνατο λόγω του τουρκικού βέτο.
Εξάλλου, η Κύπρος, συμπεριλαμβανομένης στης Βρετανικής βάσης του Ακρωτηρίου, θεωρείται ένας από τους βασικούς κόμβους επιμελητείας, δηλαδή logistics και προληπτικού σχεδιασμού για τις δυνάμεις της Δύσης.
Κυρίως όμως, οι Κύπριοι Έλληνες πρέπει να αποφύγουν την αθηναϊκή τακτική του κατευνασμού. Εκτός του ότι ο κατευνασμός είναι κενός νοήματος όταν ο εχθρός κατέχει ήδη το μισό νησί, είναι εμπεδωμένο εδώ και δεκαετίες ότι η Τουρκία είναι αναθεωρητική δύναμη σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Η πρόσφατη πίεση των Αθηνών προς τη Λευκωσία να μην εγείρει αντιρρήσεις ως προς την ανάδειξη του σκληροπυρηνικού Τούρκου διπλωμάτη Φεριντούν Σινιρλίογλου στη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΟΑΣΕ, αποτελεί στρατηγικό παράδοξο.
Σε κάθε περίπτωση, το γεωπολιτικό «ναρκοπέδιο» της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί πηγή κινδύνων αλλά ταυτόχρονα και ευκαιριών για τον Ελληνισμό.