Members' Blog

The Council of Foreign Relations - Greece, is an organization founded by 60 leading academics, specializing in international relations, economics, institutions and politics.

 

Disclaimer: All opinions and arguments expressed by CFIR-GR are personal and do not necessarily reflect those of the organization. 

Εάν κάτι δεν έχει χαλάσει, μην προσπαθείς να το φτιάξεις, λέει ένα λαϊκό αμερικανικό γνωμικό. Αυτοκρατορίες ακμάζουν και παρακμάζουν.  Διεθνείς τάξεις ή συστήματα ισορροπιών ισχύος συντίθενται και αποσυντίθενται. Αυτό είναι ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία. Για πρώτη φορά, όμως, στην ιστορία μια ηγέτιδα δύναμη, χωρίς να έχει ηττηθεί, αποδομεί ένα σύστημα που η ίδια οικοδόμησε και στο οποίο στήριξε την ηγεμονία της και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της για εβδομήντα χρόνια.

Εγκαταλείποντας τα ερείσματά της και τους συμμάχους της, η Αμερική απομειώνει την αξιοπιστία της και την ισχύ της και ανατρέπει το πλανητικό και το ευρωπαϊκό status quo προς όφελος των αναθεωρητικών της αντίπαλων δυνάμεων, της Ρωσίας και της Κίνας. Η σημερινή Αμερική, αποδομώντας το μεταπολεμικό σύστημα, μας γυρίζει σε μια realpolitik σφαιρών επιρροής και ωμής ισχύος ως μέσου διευθέτησης των διεθνών διαφορών και ζητημάτων.

Τρεις κυρίως λόγοι προβάλλονται για την ερμηνεία της ανατρεπτικής πολιτικής της κυβέρνησης Τράμπ.

Πρώτον, η επιμονή της να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις με τη Ρωσία ως μια ανάστροφη προσπάθεια του ανοίγματος Νίξον στην Κίνα τη δεκαετία του ’70 για την απομόνωση της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Το άνοιγμα Νίξον στην Κίνα όμως, η «εβδομάδα που άλλαξε τον κόσμο», είχε επί της ουσίας πενιχρά αποτελέσματα.

Δεύτερον, η απαγκίστρωση της Ρωσίας από την Κίνα επιχειρείται με όρους πλήρους κατευνασμού του Πούτιν και ικανοποίησης των αναθεωρητικών του στόχων. Η εγκατάλειψη της Ουκρανίας, η αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ και η σταδιακή αποσύνδεση (decoupling) Ευρώπης και Αμερικής με την απομόνωση της Αμερικής στο ημισφαίριό της συνιστούν ανατροπή του μεταψυχροπολεμικού status quo.

Είναι λευκή επιταγή στη Ρωσία για την ανασύσταση των σφαιρών επιρροής της. Ιδιαίτερα όταν η Αμερική μιλάει με την ίδια γλώσσα διεκδικώντας τον Καναδά, τον Κόλπο του Μεξικού, τη διώρυγα του Παναμά και τη Γροιλανδία. Επιπλέον, η πολιτική αυτή δίνει τη νομιμοποιητική βάση στην Κίνα να αυξήσει την επιθετικότητά της στην Ταϊβάν και στον Ειρηνικό. Η πολιτική αυτή, αντί να προσεγγίζει τη Ρωσία και να απομονώνει την Κίνα, αποχαλινώνει και τις δύο ενάντια στη Δύση.

Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η ιδεολογική υπερβολή των φιλελεύθερων Δημοκρατικών αλλά και των νεοσυντηρητικών Ρεπουμπλικανών  οδήγησε την Αμερική σε στρατηγική υπερέκταση. Θα αρκούσε, όμως, μια πολιτική αυτοσυγκράτησης (restraint) ή μερικής αναδίπλωσης, που ούτως ή άλλως είχε αρχίσει από την προεδρία Ομπάμα, για τη διατήρηση των κεκτημένων.

Το τρίτο επιχείρημα είναι οικονομικό. Η κυβέρνηση Τραμπ αρνείται να χρηματοδοτήσει το μεταπολεμικό οικοδόμημα. Αρνείται να χρηματοδοτήσει την ηγεμονία της. Ζητάει ανταλλάγματα για τις πλανητικές της δεσμεύσεις με νεοαποικιοκρατικές απαιτήσεις. Και καταφεύγει στους δασμούς για να βελτιώσει το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών.

Ο προστατευτισμός, όμως, σε μια οικονομία που βασίστηκε και στηρίχθηκε στην παγκοσμιοποίηση που η ίδια δημιούργησε ισοδυναμεί με αυτοχειρία. Γι᾽ αυτό έχουμε συνεχή πισωγυρίσματα, νευρικότητα των αγορών, πτώση των χρηματιστηρίων και απαρχή της αύξησης του πληθωρισμού.

Η πολιτική Τραμπ γίνεται, ουσιαστικά, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό της Αμερικής. Λογοδοτεί στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο η ενδοχώρα της Αμερικής, που αποτελεί τον συμπαγή πυρήνα του κινήματος MAGA. Εναν απομονωτικό επαρχιωτισμό με μια απλουστευτική θεώρηση του κόσμου και μια Αμερική που ασκεί διεθνή πολιτική με εκβιαστική και συναλλακτική διπλωματία. Σε αυτούς απευθύνεται, αυτούς εκφράζει. Ολα στον βωμό ενός τζακσονικού ποπουλισμού και ενός παραδοσιακού απομονωτισμού.

Είναι η επιστροφή στις παραινέσεις του Washington και του Jefferson, για τη μη ανάμειξη στις υποθέσεις της γηραιάς ηπείρου. Με στοιχεία προπολεμικού απομονωτισμού της επιτροπής «Πρώτα η Αμερική» του Charles Lindbergh. Μόνο που αυτά ήταν κελεύσματα μιας άλλης εποχής, όταν η Αμερική ήταν περιφερειακή και όχι πλανητική υπερδύναμη.

Η Αμερική ενεπλάκη σε δυο παγκοσμίους πολέμους και τον Ψυχρό Πόλεμο για να επικρατήσει γεωπολιτικά στην Ευρασία έναντι των αναθεωρητικών χερσαίων δυνάμεων. Και να οικοδομήσει μια θεσμική φιλελεύθερη τάξη, που παρά τις υπερβολές, τις εκτροπές και τις αστοχίες, απέφερε εβδομήντα χρόνια σχετικής ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας. Η κυβέρνηση Τραμπ σαλπίζει το τέλος αυτής της εποχής και με την πολιτική της δημιουργεί ένα συστημικό κενό, που θα αποβεί ενάντια στα συμφέροντά της και στα συμφέροντα της Δύσης συνολικά.

Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών επιβεβαιώνει τις δημοσκοπικές προβλέψεις και η επόμενη κυβέρνηση θα έχει ως «κορμό» τη συντηρητική ένωση Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Χριστιανοκοινωνιστών (CSU). Ωστόσο, το διεθνές ενδιαφέρον έχει στραφεί στην πρώτη δήλωση του επικεφαλής του CDU και νέου καγκελάριου, Φρίντριχ Μερτς, με την οποία εξήγγειλε ότι θα εργαστεί για τη στρατηγική αυτονόμηση της Γερμανίας από τις ΗΠΑ μέσω της θεσμικής εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Εάν η δήλωσή του δεν έχει μόνο επικοινωνιακό χαρακτήρα, σημαίνει ότι ολόκληρο το μεταπολεμικό consensus του ευρωατλαντικού άξονα μετασχηματίζεται και η νέα κυβέρνηση θα καθοδηγήσει τη χώρα και την υπόλοιπη Ευρώπη σε νέα και αχαρτογράφητη πορεία.

https://www.tanea.gr/2025/02/28/world/i-aytonomisi-crtis-germanias-online/

Ο Mερτς χαρακτηρίζεται από τις φιλοαμερικανικές του απόψεις. Ομως, η νέα στρατηγική του προέδρου Τραμπ, όπως εκφράστηκε από τον αντιπρόεδρο Βανς στη Διάσκεψη του Μονάχου, δεν αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Οι ΗΠΑ διαμήνυσαν ότι η Ευρώπη έχει πάψει να βρίσκεται στις αμερικανικές προτεραιότητες. Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην Ανατολική Ασία και στην ανάσχεση της Κίνας. Η άρτι εκλεγείσα πολιτική ελίτ στο Βερολίνο, έδειξε ότι κατανοεί αυτή τη μεταβολή κι αφού οι ευρωατλαντικοί δεσμοί δεν είναι πια τόσο σφιχτοί, είναι διατεθειμένη να αναζητήσει εναλλακτικές για το μέλλον, όχι μόνο στην άμυνα και την ασφάλεια, αλλά και στην οικονομία.

Το ρήγμα στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Βερολίνου δεν είναι πρόσφατο. Η παρέμβαση Βανς είναι η κορύφωση μιας μακράς υποδόριας αντιπαράθεσης που προηγουμένως δεν μπορούσε να εκφραστεί ανοικτά, για λόγους ευρύτερης ασφάλειας. Η Γερμανία, στην αρχή με τον καγκελάριο Σρέντερ και στη συνέχεια επί Μέρκελ, επιχείρησε να χαράξει μια αυτόνομη εξωτερική πολιτική, αναβιώνοντας την πάλαι ποτέ Ostpolitik και προχώρησε σε μια – γεωπολιτικής σπουδαιότητας – ενεργειακή σύμπραξη με το Κρεμλίνο. Αυτό το εγχείρημα, όμως, έγινε δυνατό αφενός χάρη στην αμυντική εξασφάλιση του ΝΑΤΟ και αφετέρου μέσω της ασφυκτικής ηγεμονίας επί των υπόλοιπων κρατών-μελών της ΕΕ, που διακινδύνεψε τη συνοχή της ευρωζώνης. Η πέτρα του σκανδάλου ήταν η κατασκευή των δίδυμων αγωγών Nord Stream, που θορύβησε τους Αμερικανούς και οδήγησε στην παρακολούθηση του τηλεφώνου της Μέρκελ επί Ομπάμα, σε βαρύτατα πρόστιμα σε γερμανικές εταιρείες και σε ευθείες απειλές κατά την προηγούμενη θητεία του Τραμπ.

Αυτή η φιλόδοξη πολιτική του Βερολίνου, που σε ορισμένες εκφάνσεις της έλαβε αποικιακά χαρακτηριστικά, συνετρίβη στις πεδιάδες της Ουκρανίας, μόλις τα ρωσικά στρατεύματα παραβίασαν τα ουκρανικά σύνορα. Στη συνέχεια, οι αγωγοί βομβαρδίστηκαν και σήμερα, η νέα γερμανική ηγεσία κατανοεί το αδιέξοδο στην πληρότητά του. Με την απόσυρση των Αμερικανών, οι Γερμανοί είναι μόνοι και μοναδικό αξιόπιστο στήριγμα παραμένει γι’ αυτούς η Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η Ευρώπη έχει μία από τις μεγαλύτερες και πιο ανταγωνιστικές οικονομίες παγκοσμίως. Επομένως, διαθέτει τους πόρους και την εμπειρία που χρειάζεται για να θεμελιώσει τη δική της άμυνα και ασφάλεια. Εάν λοιπόν οι ΗΠΑ μεταφέρουν τους πόρους που έχουν εγκατεστημένους στη Γηραιά Ηπειρο, σε άλλα πιο καίρια σημεία του πλανήτη, θα είναι επιβεβλημένο για τη Γερμανία να ηγηθεί της μακροπρόθεσμης οικοδόμησης αμυντικής ασπίδας για την Ευρώπη. Θα είναι επίσης αναγκασμένη να συμβιβαστεί με τη Ρωσία, συμπαρασύροντας τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προκειμένου να εξασφαλίσει ξανά πρόσβαση σε φτηνή ενέργεια. Ολα αυτά απαιτούν επιδέξια διπλωματία, ρεαλιστική προσέγγιση και ευρεία συναίνεση απ’ όλους τους Ευρωπαίους.

Η Ελλάδα, από την πλευρά της, δεν έχει κατανοήσει ακόμα τις τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκεί όμως που υπάρχει κρίση, κρύβεται και μια ευκαιρία, όπως μας λένε οι Κινέζοι. Αναζητώντας μία αναβαθμισμένη θέση στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, η χώρα μας μπορεί να διαμορφώσει προς όφελός της τη νέα εποχή του ρεαλισμού, που εγκαινίασε ο Ντόναλντ Τραμπ. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να προσαρμοστούμε αν θέλουμε να επιβιώσουμε.