Members' Blog

The Council of Foreign Relations - Greece, is an organization founded by 60 leading academics, specializing in international relations, economics, institutions and politics.

 

Disclaimer: All opinions and arguments expressed by CFIR-GR are personal and do not necessarily reflect those of the organization. 

ΤΑ ΝΕΑ 17/12/2022 - Σελ. 45 - Αθανάσιος Πλατιάς, καθηγητής Στρατηγικής, Πανεπιστήμιο Πειραιώς 
 
Μια από τις αρνητικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία είναι η αποδυνάμωση του καθεστώτος για την μη διασπορά των πυρηνικών όπλων.  Η γεωπολιτική αστάθεια αύξησε τα κίνητρα απόκτησης πυρηνικών όπλων από χώρες με πυρηνικές φιλοδοξίες, ενώ ταυτόχρονα μειώθηκαν τα αντικίνητρα αφού οι μεγάλες  πυρηνικές δυνάμεις που συνεργάζονταν για τον έλεγχο της διασποράς των πυρηνικών όπλων βρίσκονται  σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. 
 
Ένα σημαντικό εργαλείο  περιορισμού της διασποράς των πυρηνικών όπλων ήταν οι “εγγυήσεις ασφαλείας” που έδιναν οι “κατέχοντες” πυρηνικά όπλα σε “μη κατέχοντες” ώστε να αποτρέψουν πυρηνικοποιήσεις. Τέτοιες εγγυήσεις δόθηκαν το 1994 από Ρωσία, ΗΠΑ, Βρετανία στην Ουκρανία για να απεμπολήσει το πυρηνικό οπλοστάσιο που κληρονόμησε από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι εγγυήσεις αυτές αποδείχθηκαν κενές περιεχομένου  και οι Ουκρανοί έχουν μετανιώσει για την τότε απόφαση τους. 
 
 Άσχημο τέλος είχαν επίσης ηγεσίες που απεμπόλησαν τα πυρηνικά  προγράμματα των χωρών τους, όπως έκαναν οι Σαντάμ Χουσείν και Καντάφι. Αντίθετα, καθεστώτα, όπως αυτό της Βορείου Κορέας και του Ιράν,  που διατήρησαν τα πυρηνικά τους προγράμματα φαίνεται να μακροημερεύουν. Τα παθήματα αυτά έγιναν μαθήματα για τις ηγεσίες χωρών  με πυρηνικές “ανησυχίες” ,όπως η Τουρκία. Όπως δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος  Ερντογκαν “αν έχεις πυρηνικά όπλα δεν μπορούν να σε πειράξουν”.
 
Η Τουρκία, παρότι είναι μέρος ενός πλέγματος συμφωνιών για την μη διασπορά των πυρηνικών όπλων, δεν κρύβει την αντίθεσή της με τις ρυθμίσεις των συμφωνιών αυτών τις οποίες θεωρεί άδικες. Όπως επισήμανε  τον Σεπτέμβριο  του 2019  ο Τουρκος πρόεδρος Ερντογάν “ορισμένες χώρες έχουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές  ενώ εμείς δεν έχουμε. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από εμάς”.  Η Τουρκία δεν μένει μόνο στα λόγια, αλλά  επιδίδεται στα αναγκαία έργα υποδομής που απαιτούνται για την κατασκευή  πυρηνικών όπλων σε εύλογο χρονικό διάστημα, εάν αυτό απαιτηθεί από την γεωπολιτική συγκυρία.
 
Πρώτον, κάτω από την ομπρέλα ενός φιλόδοξου προγράμματος πυρηνικής ενέργειας με την Ρωσία εκπαιδεύει εκεί στρατιές πυρηνικών επιστημόνων (αντίστοιχου μεγέθους με το Ιράν και την Βόρειο Κορέα).
 
Δεύτερον, έχει επιδοθεί στην απόκτηση τεχνογνωσίας και μέσων ώστε να καλύψει αυτόνομα όλο το φάσμα του  κύκλου πυρηνικών καυσίμων  (nuclear fuel cycle) από την εξόρυξη ουρανίου μέχρι τον εμπλουτισμό του ουρανίου (enrichment) που, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως σχάσιμο υλικό σε πυρηνικά όπλα. 
 
Τρίτον, διατηρεί  στενή στρατιωτική συνεργασία με το  Πακιστάν, με το οποίο έχει ιστορικό “σκοτεινών”  πυρηνικών συναλλαγών.  Την δεκαετία του 1980 διευκόλυνε  το Πακιστάν στην απόκτηση απαγορευμένου υλικού αναγκαίου για το πυρηνικό του πρόγραμμα, ενώ ο αρχιτέκτονας του πακιστανικού πυρηνικού προγράμματος Χαν ανταπέδωσε αργότερα την εξυπηρέτηση προσφέροντας στην Τουρκία τεχνογνωσία και, όπως φημολογείται, συσκευές φυγοκέντρισης εμπλουτισμού ουρανίου. Το δίκτυο “μαύρης αγοράς” του Χαν, όπου συμμετείχαν τουρκικές εταιρίες, έκανε  αντίστοιχες  πυρηνικές συναλλαγές με Βόρειο Κορέα, Ιράν και Λιβύη. 
 
Τέταρτον, η Τουρκία έχει επιδοθεί σε ένα πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς ως αναγκαίο συμπλήρωμα του πυρηνικού της προγράμματος, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα διανομής πυρηνικών κεφαλών.
 
Η στρατηγική της υπολανθάνουσας πυρηνικοποίησης που ακολουθεί η Τουρκία έχει πολλαπλούς στόχους:
 
  1. Εξισορρόπηση του Ισραήλ, του οποίου το πυρηνικό οπλοστάσιο έχει βρεθεί συχνά στο στόχαστρο του Ερντογάν.
  2. Αντιστάθμιση κινδύνου από τα εκκολαπτόμενα  πυρηνικά προγράμματα του Ιράν και της Σαουδικής Αραβιας.
  3. Εξασφάλιση στρατηγικής αυτονομίας απο τις ΗΠΑ.
  4. Εκβιασμό αντιπάλων. Ήδη ο Ερντογάν απείλησε πριν λίγες μέρες την Ελλάδα με πλήγματα βαλλιστικών πυραύλων, “εάν δεν μείνει ήρεμη”. 
  5. Παροχή προστασίας στα κράτη- δορυφόρους της εκκολαπτόμενης τουρκικής αυτοκρατορίας στον Καύκασο, την Κεντρική Ασία,  τα Βαλκάνια και την Αφρική.

Το Βήμα, 11/12/2022

Του Αθανασίου Πλατιά, Καθηγητή Στρατηγικής, Πανεπιστήμιο Πειραιώς 

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπαρξιακή απειλή από μια ισχυρή χώρα  περιφερειακού βεληνεκούς, την Τουρκία, η οποία φιλοδοξεί  τις επόμενες δεκαετίες  να μετατραπεί  σε μεγάλη δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας.  Επιδιώκοντας απροκάλυπτα την μετατροπή της σε αυτοκρατορία η Τουρκία ασκεί πολιτικές ισχύος που περιλαμβάνουν την εμπλοκή σε  μια σειρά πολέμων  (Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Καύκασος) και την κατάληψη εδαφών σε δύο γειτονικές χώρες (Συρία, Ιράκ), πέραν των κατεχομένων στην Κύπρο. Ταυτόχρονα διευρύνει την ισχύ της στον Καύκασο και την Κεντρική  Ασία εκμεταλλευόμενη το κενό ισχύος που αφήνει η ραγδαία αποδυνάμωση της Ρωσίας στις περιοχές αυτές (βλ. την γεωπολιτική αναγέννηση του Οργανισμού Τουρκογενών Κρατών.)

Η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας και η προβολή ακραίων διεκδικήσεων είναι εμφανής ιδιαίτερα  στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία αμφισβητεί πλέον ανοικτά τον εδαφικό διακανονισμό της συνθήκης της Λωζάννης, θέτοντας θέματα κυριαρχίας νήσων στο μισό Αιγαίο (δηλ. ανατολικά του 25ου παραλλήλου)  καθώς και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή την κυριαρχία.  Ταυτόχρονα παρεμποδίζει την Ελλάδα και την Κύπρο να εκμεταλλευτούν τα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που βρίσκονται στις ΑΟΖ τους, αναπτύσσει το επεκτατικό αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και ασκεί εκβιαστική διπλωματία απειλώντας με πόλεμο  (casus belli, “θα ρθουμε νύχτα”).
Η ελληνική υψηλή στρατηγική καλείται  να επιλέξει τρόπους ανάσχεσης αυτής της επιθετικότητας. Θεωρητικώς, η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλέξει στρατηγική κατευνασμού προβαίνοντας σε παραχωρήσεις που θα ικανοποιούσε τις τουρκικές απαιτήσεις. Όμως κάτι τέτοιο αντί να  αποθαρρύνει  θα ενθάρρυνε  την Τουρκία. Πολύ περισσότερο έχει απορρίψει η Ελλάδα την στρατηγική Φιλανδοποιησης, δηλ.  πρόσδεσης στο τουρκικό άρμα και την μεταβολή της χώρας σε δορυφόρο της γείτονος. 

Ως μόνη βιώσιμη ελληνική στρατηγική απομένει έτσι η εξισορρόπηση, δηλαδή η αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών μέσω της εσωτερικής ενδυνάμωσης και της αναζήτησης συμμαχιών. Τα τελευταία χρόνια, μετά από μια δεκαετία απραξίας,  η Ελλάδα έχει επενδύσει σε μια σειρά  εξοπλιστικών προγραμμάτων με έμφαση στην εξισορρόπηση της τουρκικής ποσοτικής υπεροχής μέσω τεχνολογικής αντιστάθμισης, όπως για παράδειγμα ο εκσυχρονισμός των F16, η απόκτηση των  Ραφάλ, η δρομολογούμενη  απόκτηση των F35, η αγορά υπερσύγχρονων φρεγατών , η επικείμενη προμήθεια κορβετών. Η εξισορρόπηση δεν σημαίνει συμμετρικό ανταγωνισμό  (δηλαδή, ευρώ προς ευρώ και οπλικό σύστημα προς οπλικό σύστημα) για την απόκτηση στρατιωτικών  μέσων, γιατί η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει οικονομικούς και δημογραφικούς περιορισμούς είναι αναγκασμένη να προβαίνει σε αποτελεσματική  χρήση των πόρων της.

Οσον αφορά την εξωτερική εξισορρόπηση   οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς έχουν επικεντρωθεί στην εμβάθυνση  στρατηγικών δεσμών με μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, οι οποίες είναι σε θέση να παράσχουν αξιόπιστη ασπίδα ασφαλείας στην Ελλάδα. Η εμβάθυνση αυτών των σχέσεων έχει ήδη αποφέρει στην Ελλάδα δύο σημαντικότατες διμερείς αμυντικές συμφωνίες, που εμπεριέχουν δεσμεύσεις ή/και ρήτρες  αμοιβαίας συνδρομής. Η ενεργοποίηση αυτών των δεσμεύσεων σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης προφανώς δεν είναι αυτόματη, όμως η συμβολή τους στην αποτροπή επιθετικών ενεργειών είναι δεδομένη, αφού δημιουργούν αβεβαιότητα  στην Τουρκία ως προς την πιθανή αντίδραση των δύο αυτών μεγάλων δυνάμεων. Το πιο σημαντικό όμως πλεονέκτημα είναι ότι οι στρατηγικές αυτές συμμαχίες έχουν  ανοίξει τον δρόμο για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων με ισχυρότατα οπλικά συστήματα υψηλής  τεχνολογίας που ανατρέπουν την υφιστάμενη στρατιωτική ισορροπία και καθιστούν την Ελλάδα ικανή να ακυρώσει στην πράξη ενδεχόμενη επιθετική ενέργεια της Τουρκίας. Οι μεγάλες αυτές δυνάμεις δημιουργώντας συνθήκες ποιοτικής υπεροχήςτων ελληνικών ενόπλων δυνάμεων έναντι των τουρκικών διασφαλίζουν την στρατηγική σταθερότητα στην περιοχή χωρίς να χρειάζεται η δική  τους εμπλοκή, πράγμα που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Με αυτό τον τρόπο τα εξοπλιστικά προγράμματα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική υψηλή στρατηγική και αποτελούν τον πυλώνα της ελληνικής αποτροπής.

Του Ιωάννη Λ. Κωνσταντόπουλου[i]

(in.gr – 15/08/2022)

Η κατασκοπεία ως τέχνη ασκείται από την προϊστορία και την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας. Για τους ιστορικούς η κατασκοπεία αποτελεί το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα, για τους εγκληματολόγους δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα έγκλημα εναντίον της κυβέρνησης ενός κράτους, για τους νομικούς είναι μία παραβίαση του εθνικού και του διεθνούς δικαίου, ενώ για τις σύγχρονες υπηρεσίες πληροφοριών (ως γραφειοκρατίες) και τους αξιωματούχους τους, αποτελεί την άσκηση μίας διαχρονικής τέχνης. Στην εποχή μας, εκείνοι που τη μελετούν ή την ασκούν την ονομάζουν «Πληροφόρηση» (Intelligence) και εκτός από τέχνη, αποτελεί πλέον και επιστήμη.      

Πέτρος Λιάκουρας, Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ - 12/08/2022

Οι εξελίξεις στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο έδωσαν ευκαιρία να εκδηλώσει η Τουρκία δυνατότητες παρέμβασης στα διεθνή τεκταινόμενα. Προβάλλει λοιπόν με αυτοπεποίθηση διεκδικήσεις πιο συστηματικά -όχι επικοινωνιακά- στο προνομιακό πεδίο της Μεσογείου. Θέλει να γίνει μέρος του παιχνιδιού και δεν θα επιτρέψει να προωθείται σχεδιασμός ή ενέργεια χωρίς τη συμμετοχή της. Ενεργοποιεί στη Μεσόγειο το «Αμπντούλ Χαμιντ Χαν», γεωτρητικό σκάφος 7ης γενιάς, σηματοδοτώντας αλλαγή σελίδας στις γεωτρήσεις. Πρώτη στάση 29,69 μίλια νοτίως τουρκικών ακτών που προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των εκφραστών της σκληρής γραμμής στο εσωτερικό της. 

ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο - 16-17 Ιουλίου 2022

ta nea sk 17julΗ υψηλή στρατηγική προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο ένα κράτος αναπτύσσει, κινητοποιεί και χρησιμοποιεί συνδυαστικά όσα μέσα διαθέτει, προκειμένου να επιτύχει στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος, στην ειρήνη όπως και στον πόλεμο, τους βασικούς πολιτικούς στόχους του. Ιδίως για μία χώρα όπως η Ελλάδα, τα χρόνια προβλήματα ασφαλείας της οποίας εμφανίζονται σήμερα ιδιαιτέρως οξυμμένα, το να είναι η υψηλή στρατηγική της ρεαλιστική και συνεκτική αποτελεί θέμα κεφαλαιώδους σημασίας.

17 Απριλίου 2022, 12:14

Συνέντευξη στην Ξένια Τούρκη - Αναδημοσίευση από Φιλenews

Ο πρώτος γύρος των εκλογών στη Γαλλία, πριν από μια βδομάδα, ολοκληρώθηκε όπως όλες οι δημοσκοπήσεις είχαν προβλέψει. Ο Εμανουέλ Μακρόν θα αντιμετωπίσει τη Μαρίν Λεπέν σε μια εκλογική αναμέτρηση που θεωρείται καθοριστική όχι μόνο για τη Γαλλία αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα δείχνουν πως πρόκειται για μια αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση και πως αυτή τη φορά αν τελικά ο Γάλλος πρόεδρος κερδίσει μια δεύτερη θητεία, δεν θα το πετύχει με την ίδια που το πέτυχε το 2017. Και αυτό γιατί, όπως επεσήμανε στη συνέντευξή του στον «Φιλελεύθερο», ο Αριστοτέλης Τζιαμπίρης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, το σκηνικό πάνω στο οποίο στήνεται αυτή η εκλογική αναμέτρηση είναι εντελώς διαφορετικό. Η πανδημία από τη μια και ο πόλεμος στην Ουκρανία από την άλλη δημιούργησαν νέες συνθήκες αβεβαιότητας.

Αγωνίστηκε για ένα εξωστρεφές δημόσιο πανεπιστήμιο υψηλού επιπέδου και άφησε πίσω του σημαντικό έργο

15 Απριλίου 2022 | 15:48 | Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ

Αθανάσιος Πλατιάς Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος

Ο Ηλίας Κουσκουβέλης είχε σημαντική συνεισφορά στην καθιέρωση και προαγωγή της μελέτης των Διεθνών Σχέσεων στη χώρα μας. Εκτός του ότι ήταν ένας εξαίρετος δάσκαλος, που μεταλαμπάδευε στο αμφιθέατρο τη γνώση του, μπορούσε παράλληλα να ακούει τους φοιτητές του και να τους διδάσκει μέσω του διαλόγου με αυτούς. Εχαιρε του σεβασμού και της εκτίμησης των φοιτητών γιατί τους άκουγε, δεχόταν τον διαφορετικό τους λόγο, ήταν αρωγός σε όλες τους τις προσπάθειες και τους συνέδραμε όταν του ζητούσαν βοήθεια για πληθώρα ζητημάτων. Η απώλειά του βύθισε σε θλίψη την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ειδικά για όλους εμάς τους συναδέλφους, συνεργάτες και φίλους του στη διεθνολογική κοινότητα, είναι ιδιαίτερα επώδυνη.