Οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Άγκυρας και το αντίδοτό τους
Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας για παλινόρθωση ηγεμονικών μορφών εξουσίας σε εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (νεο-οθωμανισμός) ευνοήθηκαν από τρεις γεωπολιτικές εξελίξεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Πρώτον, κατέρρευσαν πολυεθνικά κράτη όπως η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία, πράγμα που δημιούργησε μια σειρά από αδύναμα και εύθραυστα κράτη σε περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Καύκασο και τα Βαλκάνια. Στις περιοχές αυτές επικράτησε αστάθεια και ρευστότητα, και έτσι άνοιξε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για εμπλοκή της Τουρκίας, προκειμένου να καλύψει το δημιουργηθέν κενό ισχύος ως δήθεν προστάτης των «Μουσουλμάνων αδελφών» που υποτίθεται ότι μοιράζονται ιστορικούς, πολιτιστικούς, και θρησκευτικούς δεσμούς με την Τουρκία.
Η δεύτερη γεωπολιτική εξέλιξη ήταν η εικοσαετής πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, εμπλοκή που οδήγησε στην κατάρρευση σημαντικών κρατών όπως το Ιράκ και η Συρία, ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο ευκαιρίας για εμπλοκή της Τουρκίας σε μεσανατολικές περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επακόλουθη σταδιακή απαγκίστρωση των ΗΠΑ από την περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου (λόγω επικέντρωσης στην Ανατολική Ασία για την αντιμετώπιση της αναδυόμενης Κίνας) δημιούργησε ένα κενό ισχύος που η Τουρκία προσπαθεί να καλύψει ανταγωνιζόμενη άλλες τοπικές δυνάμεις όπως το Ιράν, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, και την Σαουδική Αραβία.
Τέλος, η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη –που κάποιοι αποκαλούν «Τουρκική Άνοιξη»– αποδυνάμωσε τις ηγεσίες μιας σειράς σημαντικών κοσμικών αραβικών κρατών και έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία, με πρόσχημα το ισλαμικό-οθωμανικό παρελθόν της, να εμπλακεί στα εσωτερικά χωρών της Βόρειας Αφρικής όπως η Αίγυπτος, η Λιβύη, και η Τυνησία.
Με λίγα λόγια, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την οικονομική και στρατιωτική της ενδυνάμωση τις τελευταίες δυο δεκαετίες, προσπάθησε να αναδειχθεί ως ένας πόλος ισχύος και επιρροής σε μια μετα-οθωμανική περιοχή που χαρακτηριζόταν από ρευστότητα και αστάθεια, ενώ πολλά από τα κράτη που την αποτελούσαν αποδυναμώνονταν ή και κατέρρεαν.
Παράλληλα με αυτές τις γεωπολιτικές εξελίξεις σημειώθηκαν αξιοσημείωτες πολιτικές, κοινωνικές, και οικονομικές αλλαγές στο εσωτερικό της Τουρκίας με την άνοδο του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ του Ερντογάν το 2002, το οποίο κατόρθωσε να υπερισχύσει της μέχρι τότε ηγεμονικής δύναμης στο εσωτερικό της Τουρκίας, δηλαδή του κεμαλικού πολιτικού, στρατιωτικού και γραφειοκρατικού κατεστημένου. Το κατεστημένο αυτό, που διοικούσε την Τουρκική Δημοκρατία από την ίδρυσή της το 1923, επικεντρώθηκε στην δημιουργία ενός κοσμικού κράτους προσανατολισμένου προς τη Δύση. Το λεγόμενο κεμαλικό «εθνικό συμβόλαιο» οριοθέτησε το «τουρκικό έθνος» μέσα στα όρια του τουρκικού κράτους, δηλαδή δεν συμπεριέλαβε στους πολιτικούς του στόχους τους λεγόμενους «εκτός Τουρκίας Τούρκους», με εξαίρεση τους Τουρκοκύπριους, και προσπάθησε να οικοδομήσει μια ισχυρή εθνική ταυτότητα που δεν είχε σχέση με την οθωμανική κληρονομιά του.
Όλα αυτά, όμως, άρχισαν να αλλάζουν με την άνοδο του AKP στην εξουσία. Το κόμμα αυτό αντιμετώπισε με δυσπιστία την κεμαλική εκκοσμίκευση και εκδυτικισμό, ενώ αναζήτησε την ιδεολογική του νομιμοποίηση στο Ισλάμ και το οθωμανικό παρελθόν. Αυτή η νοσταλγία επιστροφής στο αυτοκρατορικό παρελθόν έγινε ιδιαίτερα εμφανής σε συμβολικό επίπεδο με την αναβίωση της οθωμανικής αρχιτεκτονικής σε κυβερνητικά κτήρια (χαρακτηριστικό παράδειγμα το νεόκτιστο προεδρικό παλάτι στην Κωνσταντινούπολη), την χρήση της καλλιγραφικής αυτοκρατορικής υπογραφής των σουλτάνων (Tughra), την χρήση ονομάτων σουλτάνων σε γέφυρες και οδικές αρτηρίες, τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, κ.ά.
Το γεωπολιτικό όραμα του ΑΚΡ ήταν να απελευθερώσει την Τουρκία από τα δεσμά των «εικονικών και ψυχολογικών συνόρων». Η νέα τουρκική πολιτική ελίτ θεώρησε ότι ασφυκτιά στα οριοθετημένα σύνορα του τουρκικού κράτους (δηλαδή αυτών που οριοθέτησε η συνθήκη της Λωζάνης) και αναζητά την οικοδόμηση μιας «Μεγάλης Τουρκίας». Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έθεσε ευθέως το ζήτημα λέγοντας ότι «τα φυσικά μας σύνορα είναι διαφορετικά από τα σύνορα της καρδιάς μας», ότι «τα σύνορα της καρδιάς μας είναι από την θάλασσα της Αδριατικής μέχρι το Σινικό Τοίχος της Κίνας» και ότι «η Τουρκία είναι μεγαλύτερη από την Τουρκία». Ο σύμβουλος του Τούρκου προέδρου για θέματα εθνικής ασφαλείας, Ιμπραήμ Καλίν (που διορίστηκε το 2023 αρχηγός της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας) εξήγησε τι ακριβώς εννοούσε ο Ερντογάν, υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία πρέπει «να δραστηριοποιείται λες και τα σύνορα έχουν εξαφανιστεί». Συνεπώς, για την σημερινή Τουρκία τα υπάρχοντα σύνορα στις περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ρευστά. Αυτό που πλέον μετράει, σύμφωνα με τον θεωρητικό του νεο-οθωμανισμού Αχμέτ Νταβούτογλου (πρώην Υπουργό Εξωτερικών και Πρωθυπουργό της Τουρκίας), δεν είναι τα σύνορα αλλά οι «κοινές ιστορικές καταβολές», δηλαδή η κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που υποτίθεται ότι ενώνει το τουρκικό κράτος με την περιφέρειά του.
Το ΑΚΡ και οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί αντιλαμβάνονται, λοιπόν, ως «ιστορική αποστολή» την δημιουργία μιας νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που θα έχει την Τουρκία στο κέντρο της. Η εκπλήρωση αυτής της «ιστορικής αποστολής» άρχισε να υλοποιείται τα τελευταία χρόνια με χρήση στρατιωτικής βίας για αλλαγές συνόρων, επεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, πόλεμους δι’ αντιπροσώπων (proxy wars), δημιουργία ζωνών επιρροής, διπλωματία των κανονιοφόρων, παροχή προστασίας, καλλιέργεια οικονομικών εξαρτήσεων, και εκτενή χρήση εργαλείων ήπιας ισχύος. Με άλλα λόγια, ο γεωπολιτικός οραματισμός των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που κυβερνούν σήμερα την Τουρκία είναι να αναβιώσουν ηγεμονικές δομές εξουσίας στα παλαιά εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (βλ. χάρτη 1). Μάλιστα, στις εκλογές του Μαΐου 2023 στην Τουρκία, το αφήγημα του κυβερνώντος κόμματος αναφερόταν πλέον ανοικτά στον «αιώνα [κυριαρχίας] της Τουρκίας».

(Χάρτης 1)
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η γεωπολιτική συγκυρία υπήρξε ευνοϊκή για τέτοιους στρατηγικούς οραματισμούς. Έτσι, η Τουρκία άρχισε να εμπλέκεται στα Βαλκάνια μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας – κυρίως στην Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο. Για παράδειγμα, η ιστορική πολιτική ηγεσία των Μουσουλμάνων της Βοσνίας είχε εναποθέσει την χώρα «υπό την προστασία της Τουρκίας». Με την Βοσνία de facto προτεκτοράτο, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Νταβούτογλου, δεν ένιωσε καμία ανάγκη αυτοπεριορισμού όταν το 2009 δήλωσε μέσα στο ίδιο το Σεράγεβο ότι «…το Σεράγεβο είναι δικό μας». Η Άγκυρα επέδειξε αξιοσημείωτο ακτιβισμό και στα υπόλοιπα Βαλκάνια: δημιούργησε στρατιωτική βάση στην Αλβανία, (βλ. χάρτη 2) άρχισε να χρηματοδοτεί εκεί σχολεία τουρκικής γλώσσας, να οικοδομεί τζαμιά, να αναστηλώνει οθωμανικά μνημεία και, με πρόσχημα την προστασία των Μουσουλμάνων, να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Σερβίας, της Βόρειας Μακεδονίας, της Βουλγαρίας, και της Ελλάδας.
Το ίδιο έκανε και στον Καύκασο. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έχει αφήσει και εκεί κενά ισχύος. Η Τουρκία προσπάθησε να δορυφοροποιήσει την Γεωργία και έβαλε στο στόχαστρο την Αρμενία: ενεπλάκη, μάλιστα, και στους πολέμους στο Ναγκόρνο Καραμπάχ που είχαν ως αποτέλεσμα τον διωγμό των Αρμενίων από τις εκεί εστίες τους. Επίσης, δημιούργησε δεσμούς με τους Αζέρους και τους Τσετσένους. Άρχισε να αντιμετωπίζει το Αζερμπαϊτζάν ως κράτος-δορυφόρο, κάνοντας λόγο για «ένα τουρκικό έθνος που έχει δυο κράτη».
Η νεο-οθωμανική νοσταλγία εκφράστηκε εντονότερα στη Μέση Ανατολή και την περιοχή του Περσικού Κόλπου. Εκεί η Τουρκία ενεπλάκη σε πολλαπλές πολεμικές επιχειρήσεις καταλαμβάνοντας εδάφη στην Βόρεια Συρία και στο Βόρειο Ιράκ, με πρόσχημα ζητήματα ασφαλείας που υπαγόρευαν τον στρατιωτικό έλεγχο περιοχών (buffer zones). Προσπάθησε επίσης να ανατρέψει την κυβέρνηση της Συρίας λαμβάνοντας μέρος στον εκεί εμφύλιο μέσω αντιπροσώπων, χρηματοδοτώντας, εξοπλίζοντας, στρατολογώντας και εκπαιδεύοντας ακραίους ισλαμιστές. Διεκδίκησε επίσης πετρελαιοπηγές στο βόρειο Ιράκ με βάση οθωμανικά αρχεία, και έχει δορυφοροποιήσει την εκεί κουρδική διοίκηση (Kurdistan regional government). Τέλος, δημιούργησε στρατιωτική βάση στο Κατάρ προσφέροντας προστασία στο εκεί σουνιτικό καθεστώς (βλ. Χάρτη 2). Το τουρκικό αφήγημα στην ευρύτερη περιοχή είναι ότι η Άγκυρα προσφέρει βοήθεια στους Σουνίτες Μουσουλμάνους για την αντιμετώπιση εξωτερικών ή εσωτερικών απειλών (π.χ. από κοσμικούς δικτάτορες όπως ο Άσαντ στην Συρία). Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προστασίας προσέφερε βοήθεια σε παλαιστινιακές οργανώσεις όπως η Χαμάς, πράγμα που το 2010 την έφερε σε έντονη αντιπαράθεση με το Ισραήλ (βλ. υπόθεση Mavi Marmara). Πιο πρόσφατα βρέθηκε πάλι σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ για την αντίδρασή του στην επίθεση που δέχθηκε από την Χαμάς από Παλαιστινίους στις 7 Οκτωβρίου 2023. Υπάρχει άλλωστε στενή οικονομική, πολιτική, και στρατιωτική σχέση της Τουρκίας με τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» της Χαμάς.

Κεφαλαιοποιώντας την δυναμική των αλλαγών που έφερε η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η Τουρκία προσπάθησε να διεισδύσει στην Βόρεια Αφρική. Παραχώρησε σοβαρή οικονομική βοήθεια στις φιλο-ισλαμικές κυβερνήσεις που εγκαθιδρύθηκαν μετά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο, και την Λιβύη. Προσπάθησε ταυτόχρονα να εξαγάγει το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο» διακυβέρνησης στις χώρες αυτές, χρηματοδοτώντας δεκάδες μη κυβερνητικές οργανώσεις που ανέλαβαν την σχετική προπαγάνδα. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας «σουνιτικής ζώνης» υπό την ηγεσία της Τουρκίας. Πάντως, η τουρκική εμπλοκή στην εσωτερική πολιτική της Αιγύπτου με την υποστήριξη της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας» έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα.
Μεγαλύτερη επιτυχία είχε η Τουρκία στην Λιβύη, όπου ενεπλάκη οικονομικά, διπλωματικά, και στρατιωτικά υποστηρίζοντας το καθεστώς της Δυτικής Λιβύης, μιας από τις αντιμαχόμενες πλευρές στον εκεί εμφύλιο πόλεμο. Σε αυτή την σύρραξη η Τουρκία δοκιμάζει νέες μεθόδους ανορθόδοξου πολέμου, όπου εκτός από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις επιστρατεύονται και χρησιμοποιούνται μισθοφόροι τζιχαντιστές από την Συρία (πάνω από 18.000 μαχητές), την Τυνησία, το Σουδάν και αλλού. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η εμπλοκή μιας τουρκικής ιδιωτικής εταιρείας υπηρεσιών ασφαλείας (private military contractor) που σχετίζεται με το τουρκικό καθεστώς και έχει αναλάβει την εκπαίδευση των Σύρων μισθοφόρων.
Ο αυτοκρατορικός οραματισμός της Τουρκίας είναι ιδιαίτερα εμφανής και στην Ανατολική Μεσόγειο, με την διατύπωση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» όπου η Τουρκία διεκδικεί έκταση 462.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από τη Μικρά Ασία (βλ. χάρτη 3). Το δόγμα αυτό αποσκοπεί μεταξύ άλλων στον γεωπολιτικό ευνουχισμό της Ελλάδας, προκειμένου να αυξηθεί η γεωπολιτική βαρύτητα της Τουρκίας. Το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι πανομοιότυπο με τη ναζιστική θεωρία περί «ζωτικού χώρου» (Lebensraum). Στο πλαίσιο της υλοποίησης του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», η Τουρκία προσπαθεί να προσθέσει μια θαλάσσια συνιστώσα (δηλ. να μετεξελιχθεί σε ναυτική δύναμη) στην παραδοσιακή ηπειρωτική της ισχύ.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία αφενός διεκδικεί τους ενεργειακούς πόρους της ευρύτερης περιοχής, αφετέρου προσπαθεί να ελέγξει τις θαλάσσιες οδούς του εμπορίου από την Ανατολή στη Δύση -όπως είναι ο Θαλάσσιος Δρόμος του Μεταξιού- και από τον Βορρά στον Νότο, για να πετύχει την επιδιωκόμενη γεωπολιτική αναβάθμισή της σε περιφερειακή Δύναμη μεγάλης εμβέλειας. Για να δώσει, μάλιστα, νομιμοφάνεια στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η Άγκυρα υπέγραψε το 2019 συμφωνία με την επονομαζόμενη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Λιβύης –την παράταξη που ελέγχει την Δυτική Λιβύη– περί οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων με τρόπο που ευνουχίζει κατά προκλητικό τρόπο τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου.
Η κλιμάκωση του τουρκικού αναθεωρητισμού και η προβολή ακραίων διεκδικήσεων είναι ιδιαίτερα εμφανής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία αμφισβητεί πλέον ανοικτά τον εδαφικό διακανονισμό της συνθήκης της Λωζάνης, θέτοντας θέματα κυριαρχίας νήσων και βραχονησίδων, παρεμποδίζει την Ελλάδα και την Κύπρο να εκμεταλλευτούν τα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που βρίσκονται στις ΑΟΖ τους, αναπτύσσει και ασκεί εκβιαστική διπλωματία (coercive diplomacy) απειλώντας με πόλεμο σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα (casus belli). Ταυτόχρονα, εργαλειοποιεί τις μεταναστευτικές ροές, προκειμένου να ασκήσει έμπρακτη πίεση στην ελληνική μεθόριο.
Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας δεν περιορίζονται στην «ιστορική» περιφέρειά της. Η Τουρκία άρχισε να δραστηριοποιείται και πέρα από τα σύνορα της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην Κεντρική Ασία, και στην Αφρική. Η Άγκυρα φλερτάρει με την ιδέα αναβίωσης της Μογγολικής Αυτοκρατορίας στο πλαίσιο του ιδεολογήματος του Παντουρκισμού. Έτσι εξηγείται η δήλωση του Ερντογάν ότι υπάρχει ένας «τουρκικός κόσμος» από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος. Συγκεκριμένα, η Άγκυρα προσπαθεί να ηγηθεί των νέων τουρκογενών κρατών που δημιουργήθηκαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, στηριζόμενη στο δόγμα «ένα τουρκικό έθνος με πολλά κράτη». Προς τούτο έχει ιδρύσει τον «Οργανισμό Τουρκογενών Κρατών» με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Σε αυτόν τον οργανισμό συμμετέχουν -εκτός της Τουρκίας- το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, και το Ουζμπεκιστάν, ενώ σύντομα αναμένεται και η ένταξη του Τουρκμενιστάν (που επί του παρόντος έχει καθεστώς παρατηρητή) (βλ. Χάρτη 4).

Στόχος του οργανισμού αυτού είναι η διευκόλυνση της πολιτιστικής, οικονομικής, και διπλωματικής συνεργασίας μεταξύ των μελών του. Η Τουρκία, αν ευνοηθεί από την γεωπολιτική συγκυρία, θα προσπαθήσει να μετατρέψει τον οργανισμό αυτό σε έναν περιφερειακό γεωπολιτικό συνασπισμό. Σε αυτή την περιοχή, βέβαια, η Τουρκία ανταγωνίζεται με δυο άλλες ευρασιατικές αυτοκρατορίες, τη Ρωσία και την Κίνα που, έχοντας συμπράξει, έχουν επιβάλει τον έλεγχό τους στην Κεντρική Ασία, γεγονός που αντικατοπτρίζεται θεσμικά στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης.
Τέλος, στην Αφρική η Τουρκία δραστηριοποιείται προς αναζήτηση διπλωματικής επιρροής -έχει μάλιστα ανοίξει 26 πρεσβείες τα τελευταία χρόνια- με στόχο να ηγηθεί του εκεί σουνιτικού Ισλάμ. Το τουρκικό αφήγημα στη μουσουλμανική Αφρική είναι κατ’ εξοχήν αντιαποικιακό και αντιδυτικό, με την Τουρκία να αυτοπροβάλλεται ως το όχημα της χειραφέτησης των αφρικανικών χωρών από τον Δυτικό ιμπεριαλισμό. Πρωταρχικός στόχος αυτού του αφηγήματος είναι η Γαλλία, της οποίας προσπαθεί να περιορίσει την επιρροή στις χώρες της ζώνης του Σαχέλ και την Δυτική Αφρική. Στις περιοχές αυτές η Τουρκία έχει αναπτύξει στρατιωτική παρουσία (Βλ. Χάρτη 2). Η Τουρκία φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως εναλλακτικός πάροχος ασφάλειας στις περιοχές αυτές, επιτρέποντας στις αφρικανικές χώρες να παρακάμψουν την επιλογή: Δυτικά στρατεύματα στο έδαφός τους ή ρωσικές ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες.
Η αύξηση της τουρκικής ισχύος δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Τη εικοσαετία 2000-2020 η Τουρκία υπερδιπλασίασε την οικονομική της ισχύ, καθώς το ΑΕΠ της αυξήθηκε κατά 250%, σημειώνοντας μέσους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 5% κατ’ έτος. Η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας επίσης έχει σημειώσει αξιοζήλευτες προόδους. Ειδικότερα, ο κύκλος εργασιών της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας αυξήθηκε την τελευταία εικοσαετία από ένα δισεκατομμύριο δολάρια το 2002 σε έντεκα δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, ενώ οι εξαγωγές το 2022 έφθασαν το ύψος των 4,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η παραγωγή καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα οπλικών συστημάτων, προσφέροντας στην γειτονική χώρα μια σχετική αυτάρκεια σε καιρό πολέμου -κάλυψη κατά 75% των αναγκών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων- και αξιοσημείωτες εξαγωγές αμυντικού υλικού (π.χ. μεγάλης κλίμακας παραγωγή και εξαγωγές μη επανδρωμένων αεροσκαφών, drones). Ταυτόχρονα, έχει αναπτύξει την τεχνολογική υποδομή που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικών όπλων σε εύλογο χρονικό διάστημα, αν αυτό απαιτηθεί από την γεωπολιτική συγκυρία (technological hedging).
Παρ’ όλα αυτά οι τουρκικοί αυτοκρατορικοί οραματισμοί δεν συνάδουν με την γεωπολιτική πραγματικότητα ούτε με τις πραγματικές δυνατότητες της Τουρκίας. Η Δύση εξακολουθεί να κατέχει την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα και η τουρκική νοσταλγία για περιφερειακή ηγεμονία συγκρούεται με συμφέροντα Μεγάλων Δυτικών Δυνάμεων και, βέβαια, των χωρών των περιοχών όπου δραστηριοποιείται η Τουρκία. Η φιλοδοξία της Τουρκίας να καταστεί πόλος ισχύος που θα ασκεί πλανητική επιρροή σε ένα υπό διαμόρφωση πολυπολικό σύστημα δεν είναι εφικτή. Η Τουρκία είναι μια μεσαίας εμβέλειας περιφερειακή Δύναμη η οποία έχει ήδη υπερεξαπλωθεί. Ο προαναφερθείς τουρκικός γεωπολιτικός ακτιβισμός έχει αποδώσει περιορισμένα οφέλη –με εξαίρεση την Αφρική– ενώ έχει δημιουργήσει σημαντικές αντιστάσεις και αντισυσπειρώσεις που οι αντίπαλοι της Τουρκίας, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, εκμεταλλεύονται.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει καταρρεύσει εδώ και εκατό και πλέον χρόνια και δεν έχει αφήσει θετικό ιστορικό αποτύπωμα παρά μόνο στο μυαλό της τουρκικής πολιτικής ελίτ που νοσταλγεί περασμένα αυτοκρατορικά μεγαλεία. Όπου υπάρχουν ιστορικές μνήμες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας, αυτές είναι αρνητικές και σχετίζονται κυρίως με την κατάρρευσή της και το χάος που επακολούθησε: παρατεταμένη κρίση, αστάθεια, πόλεμοι, ξερίζωμα πληθυσμών από τις εστίες τους, ανταλλαγές πληθυσμών και γενοκτονίες. Στον αιώνα που πέρασε από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οικοδομήθηκαν στις περιοχές που αυτή κυριαρχούσε κράτη με νέες εθνικές ταυτότητες και αυτόχθονες πολιτικές ηγεσίες που αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την τουρκική μεγαλομανία. Ακόμη και οι Μουσουλμάνοι στην Βοσνία αντέδρασαν όταν ο Νταβούτογλου διακήρυξε ότι το «Σεράγεβο είναι δικό μας». Η τουρκική αυτοκρατορική νοσταλγία δεν είναι πραγματοποιήσιμη. Έτσι, η τουρκική ηγεσία είναι αναγκασμένη να χαλιναγωγεί τα αντιδυτικά αντανακλαστικά της και να ισορροπεί μεταξύ των κυρίαρχων Δυτικών Δυνάμεων και των ανερχόμενων ηπειρωτικών Δυνάμεων της Ευρασίας, ακολουθώντας μια ερμαφρόδιτη πολιτική. Τυπικά, παραμένει στην Ατλαντική Συμμαχία -ως δύστροπος εταίρος- ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει στενές ενεργειακές με την Ρωσία επιδιώκοντας να καταστεί ενεργειακός κόμβος που θα συνδέει την Ρωσία με την Ευρώπη, και εμβαθύνει τις οικονομικές της σχέσεις με την Κίνα επιδιώκοντας να καταστεί διαμετακομιστικός κόμβος (logistics) που θα συνδέει την Κίνα με την Ευρώπη. Όσο η ισχύς του ευρασιατικού ηπειρωτικού συνασπισμού θα συνεχίσει να αυξάνεται, τόσο η Άγκυρα θα προσανατολίζεται γεωπολιτικά προς την Ευρασία.
Η πιο πάνω ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες κάνουν την Τουρκία εξαιρετικά επικίνδυνη για γείτονές της, όπως η Ελλάδα. Η τουρκική ηγεσία με έργα και λόγια αμφισβητεί πλέον ανοικτά τον εδαφικό διακανονισμό της συνθήκης της Λωζάνης. Μάλιστα, το θέμα της αναθεώρησης της εν λόγω συνθήκης τέθηκε από τον Τούρκο πρόεδρο, Ερντογάν, σε επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2017. Αφού, όμως, ούτε αναθεώρηση ούτε τροποποίηση της συνθήκης της Λωζάνης είναι εφικτή, η Τουρκία την υποσκάπτει στην πράξη.
Ο ρόλος που επιφυλάσσεται για τις χώρες σε εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -όπως η Ελλάδα- είναι αυτός του δορυφόρου στο νεο-οθωμανικό κέντρο. Οι νεο-οθωμανικές αυτοκρατορικές φιλοδοξίες βασίζονται στην τουρκική στρατιωτική ισχύ. Αυτό ήταν άλλωστε το μήνυμα που έστειλε η Άγκυρα τον Οκτώβριο του 2023 με αφορμή την εκατοστή επέτειο από την ίδρυση του τουρκικού κράτους προς τους γείτονές της, με την μεγαλύτερη συγκέντρωση πολεμικών πλοίων που έχει γίνει ποτέ στον Ελλήσποντο. Η ισχύς εξισορροπείται με ισχύ. Συνεπώς η Ελλάδα εάν θέλει να διατηρήσει την εδαφική της ακεραιότητα, κυριαρχία, και ανεξαρτησία, πρέπει να προετοιμάζεται για μακροχρόνιο στρατηγικό ανταγωνισμό με τον αναθεωρητικό γείτονά της και να φροντίσει να αυξήσει τους οικονομικούς, διπλωματικούς, τεχνολογικούς, και στρατιωτικούς συντελεστές ισχύος της._
Βιβλιογραφία:
-Alterman, J. & H.A. Conley, Syria, Turkey and the Eastern Mediterranean, Center for Strategic and Studies, 18/1/2018.
-Aydin, M., Grand Strategizing in and for Turkish Foreign Policy: Lessons Learned from History, Geography and Practice, Perceptions 25:2 (Autumn/Winter 2020), 203-226.
-Aydıntaşbaş, Α., The sultan’s ghost: Erdoğan and the Israeli-Palestinian conflict, Βροοκινγσ, 22/11/2023, https://www.brookings.edu/articles/the-sultans-ghost-erdogan-and-the-israeli-palestinian-conflict/
-Cagaptay, S., The New Sultan: Erdogan and the Crisis of Modern Turkey, London and New York: I.B. Tauris, 2017.
-Cagaptay, S., Erdogan’s Empire: Turkey and the Politics of the Middle East, London and New York: I.B. Tauris, 2020.
-Davutoglou, A., Το στρατηγικό βάθος της Τουρκίας, μτφ. Ν. Ραπτόπουλος, Αθήνα: Ποιότητα, 2010.
-Ercan, P. (ed.), Turkish Foreign Policy: International Relations, Legality and Global Reach, London: Palgrave Macmillan, 2017.
-Gingeras, R., Blue Homeland: The Heated Politics behind Turkey’s New Maritime Strategy, War on the Rocks, 2/6/2020, https://warontherocks.com/2020/06/blue-homeland-the-heated-politics-behind-turkeys-new-maritime-strategy/
-Haugom, L., ‘Turkish Foreign Policy under Erdogan: A change in international orientation?’, Comparative Strategy 38:3 (2019), 206-223.
-Kamrava, M. (ed.), The Great Game in West Asia, New York: Oxford University Press, 2016.
-Kedar, M., Turkey’s Relationship with ISIS Proves It Is Deserting its European Allies, BESA Center, Perpsectives Paper No. 1,772, 11/20/2020.
-Mankoff, J., Empires of Eurasia: How Imperial Legacies Shape International Security, New Haven, CT: Yale University Press, 2022.
-Πλατιάς, Α.Γ., «Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας», στο: Γ. Βαληνάκης & Π.Κίτσος (επιμ.), Ελληνικά αμυντικά προβλήματα, Αθήνα: Παπαζήσης, 1986.
-Τζιάρρας, Ζ & Ν. Μούδουρος, Η Τουρκία ως τρίτος πόλος στη νέα διεθνή τάξη, Αθήνα: Παπαζήσης, 2023.
-Ülgen, S., Turkey and the Bomb, Carnegie Endowment for International Peace, 2/2012
-Witt, S., The Turkish drone that changed the nature of warfare, The New Yorker, 16/5/2022, https://www.newyorker.com/magazine/2022/05/16/the-turkish-drone-that-changed-the-nature-of-warfare
-Yavuz, H., Nostalgia for the Empire: The Politics of Neo-Ottomanism, New York: Oxford University Press, 2020.